Η Αρθροπλαστική είναι μία επανορθωτική μέθοδος  που ασχολείται με  την ολική αντικατάσταση και  την αποκατάσταση των εκφυλισμένων αρθρώσεων.

Γι αυτό και εφαρμόζεται  μόνο σε περιπτώσεις που οι ιατρικές θεραπείες (αντιφλεγμονώδη φάρμακα,  παυσίπονα , εγχύσεις κολλαγόνου ή υαλουρονικού στην πάσχουσα άρθρωση) δεν είναι ικανές να παρέχουν πλέον επαρκή ανακούφιση από τον πόνο ή και σε περιπτώσεις αναπηρίας.

Διάφοροι τύποι αρθρίτιδας μπορεί να επηρεάσουν τις αρθρώσεις.

Η οστεοαρθρίτιδα  για παράδειγμα , οφείλεται στην απώλεια τμήματος του χόνδρου της άρθρωσης και είναι η πιο κοινή αιτία για Αρθροπλαστική. Χαρακτηρίζεται από πόνο, που επιδεινώνεται καθώς εξελίσσεται η νόσος και από μείωση της κινητικότητας της άρθρωσης. Σε προχωρημένο στάδιο ο πόνος είναι αφόρητος, δεν σταματά ούτε σε κατάσταση ηρεμίας και ο ασθενής καθηλώνεται στο κρεβάτι. Η μέθοδος μπορεί επίσης να εφαρμοσθεί και σε περιπτώσεις φθοράς της άρθρωσης από άλλα νοσήματα όπως ρευματοειδής αρθρίτιδα, ή μετά από κατάγματα στην περιοχή (μετατραυματική αρθρίτιδα).

Οι  περισσότερες  επεμβάσεις αρθρώσεων πραγματοποιούνται στις περιοχές του Ισχίου (Μέθοδος  ALMIS ) και του Γόνατος , ενώ λιγότερο συχνές είναι οι επεμβάσεις στον αστράγαλο, τον αγκώνα, τον ώμο και τα δάχτυλα.

ALMIS, μια μέθοδος ελάχιστης επεμβατικότητας

Είναι η  Αρθροπλαστική που αφορά καθαρά στο Ισχίο και αυτό που τη  χαρακτηρίζει  είναι ότι ο Χειρουργός αποκαθιστά  την άρθρωση με την ελάχιστη δυνατή παρέμβαση.

Δηλαδή η τομή δέρματος είναι πλέον πολύ μικρότερη από τη συνήθη διατομή ,ενώ το πιο βασικό  είναι  πως ο ιατρός εργάζεται  διατηρώντας  ανέπαφους τους  ενδιάμεσους μύες, προστατεύοντάς τους,   με αποτέλεσμα  μετά το πέρας της επέμβασης ,  η διαδικασία επούλωσης να  είναι πολύ πιο άμεση, ο μετεγχειρητικός πόνος  ελάχιστα αισθητός  και ο χρόνος αποκατάστασης να μειώνεται σημαντικά.

Να διευκρινιστεί  ότι  η ALMIS  όπως και η Αρθροπλαστική Γόνατος , εφόσον μιλούμε για ολική αντικατάσταση  μίας άρθρωσης  με  χρήση προσθετικών-τεχνητών αρθρώσεων, είναι λογικό πως δεν μπορούν να  χαρακτηριστούν ως  εντελώς  Αναίμακτες.  Παρόλα αυτά και οι δύο μέθοδοι εφαρμόζονται πλέον με τέτοιο τρόπο, ώστε η απώλεια αίματος να είναι ανεπαίσθητη και  το ενδεχόμενο μετάγγισης να γίνεται μόνο κατ’ εξαίρεση σε περιπτώσεις που  το απαιτούν .

Αξίζει, κλείνοντας να σημειωθεί  ότι ο χρόνος νοσηλείας του ασθενούς, μετά την ολοκλήρωση της επέμβασης,  έχει  πλέον μειωθεί σημαντικά, ενώ ο ασθενής λαμβάνοντας τις κατάλληλες οδηγίες του ιατρού του μπορεί να χρησιμοποιήσει  το ισχίο ή το γόνατό του κανονικά, χωρίς περιορισμούς και σύντομα να επιστρέψει σε κάθε προηγούμενη δραστηριότητά του .